- σκουπιδολόϊ
- το, Ν1. σωρός, πλήθος από απορρίμματα2. μτφ. σύνολο από ανθρώπους που έχουν μηδαμινή αξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + -λόι / -λόγι* (πρβλ. συγγενο-λόι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… … Dictionary of Greek